Εισαγωγή
Η άρνηση ενός παιδιού να δει τον έναν γονέα μετά το διαζύγιο είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί ολοένα και συχνότερα τα Δικαστήρια.
Το ζήτημα της επιμέλειας παιδιού αποκτά ιδιαίτερη πολυπλοκότητα όταν ο ανήλικος αρνείται την επικοινωνία, καθώς χρειάζεται να διαπιστωθούν τα πραγματικά αίτια: πρόκειται για αυθόρμητη αντίδραση ή για αποτέλεσμα επιρροής από τον άλλον γονέα;
Τι σημαίνει νομικά η «άρνηση επικοινωνίας»
Η επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια είναι δικαίωμα και των δύο μερών — όχι μόνο του γονέα, αλλά και του παιδιού.
Όταν το παιδί αρνείται συστηματικά να δει τον έναν γονέα, το Δικαστήριο εξετάζει:
- αν υπάρχουν πραγματικοί λόγοι (π.χ. φόβος, ένταση, κακές εμπειρίες),
- ή αν η άρνηση είναι αποτέλεσμα επιρροής ή χειριστικής συμπεριφοράς του άλλου γονέα, που μπορεί να υποδηλώνει γονική αποξένωση.
Σε περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται ότι ο γονέας που έχει την επιμέλεια παρεμποδίζει την επικοινωνία, μπορεί να υπάρξουν νομικές συνέπειες, όπως:
- Απειλή χρηματικής ποινής ή κράτησης (άρθρο 947 ΚΠολΔ),
- Αλλαγή ρύθμισης επιμέλειας ή επικοινωνίας,
- ή ακόμη και αφαίρεση επιμέλειας αν αποδειχθεί ότι η στάση του βλάπτει το παιδί.
Η άποψη του παιδιού και η στάση του Δικαστηρίου
Ο νόμος προβλέπει ότι το Δικαστήριο ακούει το παιδί όταν το κρίνει ώριμο (συνήθως από 7–8 ετών και άνω).
Η γνώμη του δεν είναι δεσμευτική, αλλά συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία.
Στην πράξη, ο δικαστής εξετάζει:
- τον τρόπο που εκφράζεται το παιδί (αν μιλάει αυθόρμητα ή επαναλαμβάνει λόγια ενηλίκου),
- τη συνέπεια στη στάση του,
- και το συναισθηματικό του δέσιμο με κάθε γονέα.
Σε ακραίες περιπτώσεις, ορίζεται κοινωνική έρευνα ή πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγου, ώστε να διαπιστωθούν τα αίτια της άρνησης.
Παιδοψυχολογική διάσταση της άρνησης
Η ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου είναι εξίσου κρίσιμη.
Η άρνηση επικοινωνίας μπορεί να οφείλεται σε:
- συναισθηματική σύγχυση μετά το διαζύγιο,
- φόβο επανάληψης συγκρούσεων ή εντάσεων,
- πίεση ή επιρροή από τον γονέα που έχει την επιμέλεια,
- ή απλώς σε προσπάθεια “πίστης” προς τον έναν γονέα.
Ο ρόλος του ειδικού ψυχικής υγείας είναι να βοηθήσει το παιδί να εκφράσει με ασφάλεια τα συναισθήματά του, χωρίς ενοχές ή φόβο. Στόχος είναι να αποκατασταθεί η φυσιολογική σχέση και με τους δύο γονείς, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι κινδύνου ή κακοποίησης.
Ο ρόλος του δικηγόρου και η εξωδικαστική αντιμετώπιση
Ο δικηγόρος οικογενειακού δικαίου έχει καθοριστική αποστολή:
να αποφορτίσει το κλίμα, να καθοδηγήσει τους γονείς σε λογικές λύσεις και, όπου είναι δυνατό, να προτείνει διαμεσολάβηση.
Η εξωδικαστική ρύθμιση της επικοινωνίας μπορεί:
- να αποφευχθεί η ψυχολογική επιβάρυνση του παιδιού,
- να βελτιωθεί η επικοινωνία των γονέων,
- και να τηρηθεί με συνέπεια η συμφωνία.
Εάν όμως η άρνηση συνεχιστεί ή προκύπτουν ενδείξεις γονικής αποξένωσης, το Δικαστήριο μπορεί να αναπροσαρμόσει την επιμέλεια υπέρ του άλλου γονέα.
Πρακτικές συμβουλές για τον γονέα που αντιμετωπίζει άρνηση επικοινωνίας
- Διατηρήστε ήρεμη στάση – μην πιέζετε το παιδί ούτε αντιδράτε με θυμό.
- Καταγράψτε περιστατικά παρεμπόδισης ή επιρροής (π.χ. μηνύματα, μαρτυρίες).
- Απευθυνθείτε σε παιδοψυχολόγο για καθοδήγηση και υποστήριξη.
- Συμβουλευτείτε δικηγόρο για την κατάλληλη νομική ενέργεια (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, τροποποίηση επιμέλειας ή επικοινωνίας).
Συμπέρασμα
Η άρνηση του παιδιού να δει τον έναν γονέα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ένταση ή αντιδικία.
Πίσω από αυτήν, συνήθως υπάρχουν βαθύτερες ψυχολογικές ή οικογενειακές αιτίες που χρειάζονται ευαισθησία και σωστή νομική καθοδήγηση.
Η ισορροπία ανάμεσα στο συμφέρον του παιδιού και το δικαίωμα του γονέα επιτυγχάνεται μόνο με συνεργασία, υπομονή και επαγγελματική στήριξη.
