Child Custody 🧒

Όταν το παιδί αρνείται να δει τον έναν γονέα: νομική και παιδοψυχολογική προσέγγιση

Ευαγγελία Αργυρίου

Ευαγγελία Αργυρίου

Όταν το παιδί αρνείται να δει τον έναν γονέα: νομική και παιδοψυχολογική προσέγγιση

Εισαγωγή

Η άρνηση ενός παιδιού να δει τον έναν γονέα μετά το διαζύγιο είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί ολοένα και συχνότερα τα Δικαστήρια.

Το ζήτημα της επιμέλειας παιδιού αποκτά ιδιαίτερη πολυπλοκότητα όταν ο ανήλικος αρνείται την επικοινωνία, καθώς χρειάζεται να διαπιστωθούν τα πραγματικά αίτια: πρόκειται για αυθόρμητη αντίδραση ή για αποτέλεσμα επιρροής από τον άλλον γονέα;

Τι σημαίνει νομικά η «άρνηση επικοινωνίας»

Η επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια είναι δικαίωμα και των δύο μερών — όχι μόνο του γονέα, αλλά και του παιδιού.

Όταν το παιδί αρνείται συστηματικά να δει τον έναν γονέα, το Δικαστήριο εξετάζει:

  • αν υπάρχουν πραγματικοί λόγοι (π.χ. φόβος, ένταση, κακές εμπειρίες),
  • ή αν η άρνηση είναι αποτέλεσμα επιρροής ή χειριστικής συμπεριφοράς του άλλου γονέα, που μπορεί να υποδηλώνει γονική αποξένωση.

Σε περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται ότι ο γονέας που έχει την επιμέλεια παρεμποδίζει την επικοινωνία, μπορεί να υπάρξουν νομικές συνέπειες, όπως:

  • Απειλή χρηματικής ποινής ή κράτησης (άρθρο 947 ΚΠολΔ),
  • Αλλαγή ρύθμισης επιμέλειας ή επικοινωνίας,
  • ή ακόμη και αφαίρεση επιμέλειας αν αποδειχθεί ότι η στάση του βλάπτει το παιδί.

Η άποψη του παιδιού και η στάση του Δικαστηρίου

Ο νόμος προβλέπει ότι το Δικαστήριο ακούει το παιδί όταν το κρίνει ώριμο (συνήθως από 7–8 ετών και άνω).

Η γνώμη του δεν είναι δεσμευτική, αλλά συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία.

Στην πράξη, ο δικαστής εξετάζει:

  • τον τρόπο που εκφράζεται το παιδί (αν μιλάει αυθόρμητα ή επαναλαμβάνει λόγια ενηλίκου),
  • τη συνέπεια στη στάση του,
  • και το συναισθηματικό του δέσιμο με κάθε γονέα.

Σε ακραίες περιπτώσεις, ορίζεται κοινωνική έρευνα ή πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγου, ώστε να διαπιστωθούν τα αίτια της άρνησης.

Παιδοψυχολογική διάσταση της άρνησης

Η ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου είναι εξίσου κρίσιμη.

Η άρνηση επικοινωνίας μπορεί να οφείλεται σε:

  • συναισθηματική σύγχυση μετά το διαζύγιο,
  • φόβο επανάληψης συγκρούσεων ή εντάσεων,
  • πίεση ή επιρροή από τον γονέα που έχει την επιμέλεια,
  • ή απλώς σε προσπάθεια “πίστης” προς τον έναν γονέα.

Ο ρόλος του ειδικού ψυχικής υγείας είναι να βοηθήσει το παιδί να εκφράσει με ασφάλεια τα συναισθήματά του, χωρίς ενοχές ή φόβο. Στόχος είναι να αποκατασταθεί η φυσιολογική σχέση και με τους δύο γονείς, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι κινδύνου ή κακοποίησης.

Ο ρόλος του δικηγόρου και η εξωδικαστική αντιμετώπιση

Ο δικηγόρος οικογενειακού δικαίου έχει καθοριστική αποστολή:

να αποφορτίσει το κλίμα, να καθοδηγήσει τους γονείς σε λογικές λύσεις και, όπου είναι δυνατό, να προτείνει διαμεσολάβηση.

Η εξωδικαστική ρύθμιση της επικοινωνίας μπορεί:

  • να αποφευχθεί η ψυχολογική επιβάρυνση του παιδιού,
  • να βελτιωθεί η επικοινωνία των γονέων,
  • και να τηρηθεί με συνέπεια η συμφωνία.

Εάν όμως η άρνηση συνεχιστεί ή προκύπτουν ενδείξεις γονικής αποξένωσης, το Δικαστήριο μπορεί να αναπροσαρμόσει την επιμέλεια υπέρ του άλλου γονέα.

Πρακτικές συμβουλές για τον γονέα που αντιμετωπίζει άρνηση επικοινωνίας

  • Διατηρήστε ήρεμη στάση – μην πιέζετε το παιδί ούτε αντιδράτε με θυμό.
  • Καταγράψτε περιστατικά παρεμπόδισης ή επιρροής (π.χ. μηνύματα, μαρτυρίες).
  • Απευθυνθείτε σε παιδοψυχολόγο για καθοδήγηση και υποστήριξη.
  • Συμβουλευτείτε δικηγόρο για την κατάλληλη νομική ενέργεια (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, τροποποίηση επιμέλειας ή επικοινωνίας).

Συμπέρασμα

Η άρνηση του παιδιού να δει τον έναν γονέα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ένταση ή αντιδικία.

Πίσω από αυτήν, συνήθως υπάρχουν βαθύτερες ψυχολογικές ή οικογενειακές αιτίες που χρειάζονται ευαισθησία και σωστή νομική καθοδήγηση.

Η ισορροπία ανάμεσα στο συμφέρον του παιδιού και το δικαίωμα του γονέα επιτυγχάνεται μόνο με συνεργασία, υπομονή και επαγγελματική στήριξη.

Related Instagram Post

Check out our post on Instagram

View Post
Ευαγγελία Αργυρίου

Ευαγγελία Αργυρίου